ολοκλήρωμα

ολοκλήρωμα
το, -ατος
1. το αποτέλεσμα του ολοκληρώνω.
2. (μαθημ.) η συνάρτηση ανεξάρτητης μεταβλητής, που έχει πρώτη παράγωγο άλλη συνάρτηση της ίδιας ανεξάρτητης μεταβλητής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ολοκλήρωμα — Έστω f μια πραγματική συνάρτηση της πραγματικής μεταβλητής x, ορισμένη σε ένα κλειστό διάστημα, έστω I, με άκρα του α, β (α < β). Υποθέτουμε ότι η συνάρτηση f είναι φραγμένη, δηλαδή ότι υπάρχει κάποιος k ≥ 0, έτσι ώστε να ισχύει f(x ≤ 0), για… …   Dictionary of Greek

  • απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… …   Dictionary of Greek

  • εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… …   Dictionary of Greek

  • Οστρογκράντσκι, Μιχαήλ Βασίλεβιτς — (Mikhail Vasilevich Ostrogradski, Πασέννα, Ουκρανία 1801 – Πολτάβα 1861). Ρώσος φυσικός και μαθηματικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Χαρκόβου και συνέχισε τις μελέτες των μαθηματικών στο Παρίσι με διάσημους Γάλλους μαθηματικούς, όπως τον Κωσύ,… …   Dictionary of Greek

  • ολοκληρωτικός — ή, ό 1. αυτός που συντελεί στην ολοκλήρωση 2. συνολικός, πλήρης τελειωτικός («ολοκληρωτική καταστροφή») 3. μαθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαθηματική ολοκλήρωση ή στο μαθηματικό ολοκλήρωμα («ολοκληρωτικός λογισμός» κλάδος τών ανώτερων… …   Dictionary of Greek

  • απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… …   Dictionary of Greek

  • ολοκληρωματικός — ή, ό [ολοκλήρωμα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολοκλήρωμα 2. φρ. «ολοκληρωματική καμπύλης» η καμπύλη που προκύπτει από ολοκλήρωση άλλης δεδομένης καμπύλης …   Dictionary of Greek

  • απειροστό — Ο όρος εμφανίστηκε κατά τα πρώτα στάδια της ανάπτυξης του απειροστικού λογισμού και έδωσε σε αυτόν την ονομασία του. Σήμαινε κάθε μεταβλητή ποσότητα, όσο γίνεται μικρή, αλλά όχι μηδενική. Με την έννοια αυτή χρησιμοποίησαν τον όρο οι πρόδρομοι του …   Dictionary of Greek

  • αδράνεια — Η αντίδραση που προβάλλει ένα σώμα σε κάθε μεταβολή της κατάστασής του, είτε από ηρεμία σε κίνηση, είτε από κίνηση σε ηρεμία. Οι συνήθεις εκφράσεις α. ενός σώματος και κίνηση από την α. χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να εκφράσουμε: στην πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”